- εξωτερικός
- -ή, -ό (AM ἐξωτερικός, -ή, -όν) [εξώτερος]αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια, που υπάρχει προς τα έξω («εξωτερική σκάλα»)νεοελλ.1. αυτός που δεν έχει βάθος, επιφανειακός, επιπόλαιος2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική πολιτική», «υπουργείο εξωτερικών»)3. το ουδ. ως ουσ. το εξωτερικόα) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό τού ναού»)β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπήγ) η φαινομενική πλευρά ενός προβλήματοςμσν.αυτός που δεν είναι συγγενής με κάποιον, ο ξένοςαρχ.1. ξένος, ξενικός («οὔτε γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῡσιν οἱ Κρῆτες», Αριστοτ.)2. δημώδης, λαϊκός3. υλικός (σε αντίθεση προς το ηθικός)4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί ἐξωτερικοίοι μαθητές τού Πυθαγόρα έξω από τη σχολή5. φρ. α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματαβ) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — φυσικά υπομνήματα.
Dictionary of Greek. 2013.